- επιφανής
- ης, ες видный, выдающийся, знаменитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιφανής — coming to light masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανῆς — ἐπιφαίνω show forth fut ind act 2nd sg (doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… … Dictionary of Greek
επιφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος: Επιφανής πολιτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφάνης — ἐπιφαίνω show forth aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφάνῃς — ἐπιφαίνω show forth aor subj act 2nd sg ἐπιφά̱νῃς , ἐπιφαίνω show forth aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανῆ — ἐπιφανής coming to light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιφανής coming to light masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανέστερον — ἐπιφανής coming to light adverbial comp ἐπιφανής coming to light masc acc comp sg ἐπιφανής coming to light neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανεστάτων — ἐπιφανής coming to light fem gen superl pl ἐπιφανής coming to light masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανεστέραις — ἐπιφανής coming to light fem dat comp pl ἐπιφανεστέρᾱͅς , ἐπιφανής coming to light fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφανεστέρων — ἐπιφανής coming to light fem gen comp pl ἐπιφανής coming to light masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)